προσεξεργάζομαι

προσεξεργάζομαι
Α [ἐξεργάζομαι]
1. φέρνω σε πέρας, εκτελώ επί πλέον
2. κατεργάζομαι λίθο επί πλέον
3. (ο παρακμ. με παθ. σημ.) προσεξείργασμαι
έχω υποστεί επί πλέον επεξεργασία (Δημοσθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσεξεργάζομαι — work out pres ind mp 1st sg προσεξεργάζομαι work out pres ind mp 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεξεργάσομαι — προσεξεργάζομαι work out aor subj mp 1st sg (epic) προσεξεργάζομαι work out fut ind mp 1st sg προσεξεργάζομαι work out aor subj mp 1st sg (attic epic) προσεξεργάζομαι work out fut ind mp 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεξεργάσῃ — προσεξεργάζομαι work out aor subj mp 2nd sg προσεξεργάζομαι work out fut ind mp 2nd sg προσεξεργάζομαι work out aor subj mp 2nd sg (attic) προσεξεργάζομαι work out fut ind mp 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεξειργασμένα — προσεξεργάζομαι work out perf part mp neut nom/voc/acc pl προσεξειργασμένᾱ , προσεξεργάζομαι work out perf part mp fem nom/voc/acc dual προσεξειργασμένᾱ , προσεξεργάζομαι work out perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεξεργαζόμενοι — προσεξεργάζομαι work out pres part mp masc nom/voc pl προσεξεργάζομαι work out pres part mp masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεξεργασάμενοι — προσεξεργάζομαι work out aor part mp masc nom/voc pl προσεξεργάζομαι work out aor part mp masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεξεργασάμενος — προσεξεργάζομαι work out aor part mp masc nom sg προσεξεργάζομαι work out aor part mp masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεξεργασώμεθα — προσεξεργάζομαι work out aor subj mp 1st pl προσεξεργάζομαι work out aor subj mp 1st pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεξεργάζεσθαι — προσεξεργάζομαι work out pres inf mp προσεξεργάζομαι work out pres inf mp (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεξεργάζεται — προσεξεργάζομαι work out pres ind mp 3rd sg προσεξεργάζομαι work out pres ind mp 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”